-
1 самоучитель
-
2 самоучитель
[σαμαουτσίτιλ"] ουσ. α. εγχειρίδιο αυτοδιδασκαλίας -
3 самоучитель
[σαμαουτσίτιλ"] ουσ. α. εγχειρίδιο αυτοδιδασκαλίας -
4 самоучитель
[σαμαουτσίτιλ"] ουσ α εγχειρίδιο αυτοδιδασκαλίας -
5 самоучитель
[σαμαουτσίτιλ"] ουσ α εγχειρίδιο αυτοδιδασκαλίας -
6 самоучитель
-я α. εγχειρίδιο αυτοδιδασκαλίας, αυτομάθησης• μέθοδος χωρίς δάσκαλο• οδηγός.
См. также в других словарях:
Μοντεσόρι, Μαρία — (Maria Montessori, Κιαραβάλε, Ανκόνα 1870 – Νόορντβαϊκ αν Ζέε, Ολλανδία 1952). Ιταλίδα παιδαγωγός. Το 1896 έγινε η πρώτη γυναίκα στην Ιταλία που πτυχίο ιατρικής. Έπειτα, αφού εργάστηκε ως βοηθός σε νοσοκομεία, άρχισε να ασκεί τη γενική ιατρική.… … Dictionary of Greek